Τον Τάσο τον γνωρίζω καιρό. Είναι ο τελευταίος άνθρωπος που συναντώ κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ. Τις περισσότερες φορές δεν μιλάμε πολύ. Σχολιάζουμε τον καιρό, τους Αμερικανούς τουρίστες που αρχίζουν να καταλαμβάνουν το Παγκράτι τους θερινούς μήνες, τη κίνηση στον δρόμο. Ποτέ, όμως, δεν ήξερα ποιος είναι πραγματικά ο άνθρωπος, ο οποίος με προμηθεύει με κάθε λογής σκατολοΐδια -όπως θα έλεγε η μάνα μου- για τις βραδινές λιγούρες.
Ένα απόγευμα, λοιπόν, που δεν είχε αρκετή δουλειά, πέρασα από το περίπτερο και του ζήτησα να μου δώσει μια συνέντευξη. Και το κυριότερο: να μου λύσει κάθε απορία που είχα για τη ζωή ενός ιδιοκτήτη περιπτέρου στην Αθήνα, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Παρά την αρχική συστολή, δέχθηκε να μου μιλήσει και να τον φωτογραφίσω στον χώρο του. Η κουβέντα έγινε από την πίσω πλευρά του περιπτέρου. Αυτή που δε βλέπει ποτέ κανείς περαστικός.
Το εσωτερικό του ήταν φίσκα με πράγματα. Και κυρίως τσιγάρα. Πολλά τσιγάρα. «Χωρίς αυτά δε ζει το περίπτερο. Ο Έλληνας το έχει συνδυάσει έτσι. Βγάζουμε απειροελάχιστο κέρδος από κάθε πακέτο. Περίπου στα 15 λεπτά του ευρώ. Είναι, όμως, ένας κράχτης. Έρχεσαι να πάρεις τα τσιγάρα σου και αγοράζεις κάτι ακόμη» μου λέει.
Ο Τάσος κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά περίπου δυόμιση χρόνια. Παλιότερα ήταν ναυτικός, ωστόσο, τα παράτησε. «Έχει πολύ καλά λεφτά αλλά τα πλοία είναι μια φυλακή με προπέλα. Μπορώ να ζήσω και με λιγότερα» προσθέτει γελώντας. Αγαπά τη δουλειά του. Δεν παλεύει τη μοναξιά, μόνο, και για αυτό προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με τους περαστικούς.
Μόνο που πια οι περισσότεροι δεν έχουν καμία όρεξη για επικοινωνία. «Η ωραία τρέλα δυστυχώς τελειώνει. Βλέπω πως ο κόσμος είναι πολύ ζορισμένος. Ίσως είναι και κατάλοιπο της καραντίνας αυτό. Όλο και λιγότεροι περνούν, ψωνίζουν κάτι και σου λένε μια καλησπέρα. Οι περισσότεροι απλά παίρνουν αυτό που θέλουν και τέλος. Μεγάλη ψύχρα».
Όλα τα περίεργα που έχει συναντήσει στο περίπτερο
Το περίπτερο είναι ανοιχτό ολόκληρο το εικοσιτετράωρο και τα μάτια του έχουν δει πολλά καλά και πολλά περίεργα. «Ποιο είναι το ιδιαίτερο πράγμα που σου έχουν ζητήσει;» τον ρωτάω. Τον πιάνουν τα γέλια. Έχει σκεφτεί αμέσως την απάντηση. «Δε θα το πιστέψεις, αλλά έχει έρθει άνθρωπος και με έχει ρωτήσει αν έχω μάσκα του σκι. Κι όχι δεν ήταν για πλάκα. Ήταν ένα ζευγάρι που ετοιμαζόταν να φύγει για Αράχωβα. Και έψαχνε μάσκα τα ξημερώματα. Δυστυχώς, δεν είχα» λέει.
Αυτά, όμως, είναι τα περιστατικά που έχουν και λίγη πλάκα. Γιατί του έχουν συμβεί και διάφορα άλλα που δε σηκώνουν από χιούμορ. «Με έχουν κλέψει μερικές φορές. Θυμάμαι κάποτε είχε έρθει ένας και μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, σήκωσε είκοσι σοκολάτες. Και πού έχω κάμερες, δεν έγινε τίποτα. Ούτε που πρόλαβα να τον δω». Κάτι παρόμοιο έχει συμβεί με μπύρες, ενεργειακά ποτά και πολλά ακόμη.
Ο ίδιος, όμως, δεν πρόκειται να βάλει ούτε τον εαυτό του, ούτε τον υπάλληλό του σε κίνδυνο για κάτι τέτοιο. «Τι να του πω εγώ του βραδινού υπαλλήλου, να βγει έξω; Ποτέ. Δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Ίσως έχει πάνω του κάποιο μαχαίρι. Δεν το διακινδυνεύεις με τίποτα. Εξάλλου όλες αυτές τις ζημιές κάπως τις έχεις βάλει στο λογαριασμό από πριν».
Μέσα σ’ όλα, βέβαια, υπάρχει και κόσμος που πραγματικά πεινάει. Ο Τάσος θυμάται ένα περιστατικό πολύ έντονα. «Ήταν βράδυ, εγώ ήμουν μέσα και έκανα ταμείο. Ξαφνικά ακούω κάτι απ’ έξω. Βγήκα και είδα ένα παλικάρι να προσπαθεί να ανοίξει ένα κιβώτιο και να πάρει ένα κρουασάν. Μου είπε πως πεινάει. Τότε άνοιξα το κουτί και το έδωσα άλλο ένα. Μπορείς να καταλάβεις τον άνθρωπο που έχει πραγματική ανάγκη. Αν έρθει ο άλλος τώρα και μου ζητήσει μια μπύρα, δεν θα του δώσω, συγνώμη».

Η ζωή μέσα σε αυτό
Η καθημερινότητα είναι συγκεκριμένη. Βάζει μουσική, ανοίγει το κινητό του, μιλά με τους προμηθευτές, γεμίζει τα ράφια και τα ψυγεία και κάθεται. Κάθεται με τις ώρες. «Βλέπεις αυτή τη μικρή κοιλιά που έχω; Ε, πριν το περίπτερο δεν υπήρχε».
Δεν είναι, όμως, μόνο η καθιστική ζωή. «Δεν υπάρχει περιπτεράς που να μην τρώει απ’ όλα αυτά που πουλάει. Μερικά από αυτά είναι και τα ληγμένα που τα έχει βγάλω από τα ράφια αλλά δεν παίρνουν πίσω οι εταιρείες. Έχουν ένα περιθώριο πάνω, κάτω. Δεν χαλάνε κατευθείαν. Ξέρεις πόσα έχω φάει; Αν ίσχυε, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ» λέει γελώντας. Τώρα, αν χρειαστεί να κάνει την ανάγκη του, το κλείνει για μερικά λεπτά και πηγαίνει στο απέναντι μαγαζί. «Σου έλυσα και αυτόν τον γρίφο».
Η συζήτηση πηγαίνει γρήγορα στα προϊόντα. Όπως εξηγεί ο ίδιος, κάθε εποχή έχει και τα αγαπημένα της. Το καλοκαίρι, για παράδειγμα, φεύγει περισσότερο το μεσημέρι το μπουκάλι με το νερό, το παγωτό και τα αναψυκτικά και το βράδυ, η μπύρα σε συνδυασμό με τα πατατάκια. «Κάποιες συνήθειες, δεν αλλάζουν ποτέ» δηλώνει.
Από την άλλη, ελάχιστοι είναι εκείνοι που πια παίρνουν εφημερίδες. «Όπως τις φέρνουμε, έτσι τις επιστρέφουμε. Δεν αγοράζει πια ο κόσμος. Μόνο μερικοί ηλικιωμένοι ή όταν κάποια κυριακάτικη εφημερίδα έχει ένα ενδιαφέρον βιβλίο ή ένα περιοδικό μαγειρικής».
Οι Αμερικανοί τουρίστες που σοκάρονται με την ελληνική πραγματικότητα
Το καλοκαίρι, ο κόσμος που ψωνίζει αλλάζει. Κι αυτό γιατί, πέρα από τον μόνιμο πληθυσμό, υπάρχουν αρκετοί τουρίστες που μένουν στα τριγύρω Airbnbs. «Έχει ξεφύγει η κατάσταση. Υπάρχουν πάρα πολλά διαμερίσματα στα οποία μένουν Αμερικάνοι. Οι πιο πολλοί σοκάρονται όταν βγαίνουν το βράδυ να ψωνίσουν κάτι και βλέπουν τα super markets κλειστά» εξηγεί.
«Έχουν συνηθίσει στη χώρα τους με τα Walmart που είναι όλο το 24ωρο ανοιχτά και δεν μπορούν να πιστέψουν πως εδώ κλείνουν στις 9 το βράδυ. Έρχονται σε μένα απορημένοι και με ρωτάνε». Άλλοι, βέβαια, παραξενεύονται με την όλη λογική του περιπτέρου.
«Το περίπτερο είναι μια ελληνική πρωτοτυπία. Με τα πλοία έχω γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο. Κάτι παρόμοιο έχω συναντήσει μόνο στη Ρωσία και στη Λατινική Αμερική. Δεν έχουν, όμως, το πλήθος που έχουν στην Ελλάδα. Μόνο στον δρόμο που είμαι υπάρχουν τουλάχιστον άλλα πέντε» σημειώνει ο Τάσος.
Ο ανταγωνισμός, όπως εξηγεί, είναι τεράστιος. Όχι μόνο με τα υπόλοιπα περίπτερα αλλά και με το super market που βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Όσο και να χαμηλώσει τις τιμές, όμως, δεν μπορεί να κάνει θαύματα, όπως εξηγεί.
Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να κάτσει στο περίπτερό του, να λέει καμιά κουβέντα με κανέναν περαστικό -γιατί πόση ώρα να «κοιτάζεται με τα τσιγάρα»- και να βγάζει το μεροκάματό του. Κι ας μη φτάνει ούτε κατά διάνοια εκείνο που θα έκανε στα πλοία.
reader.gr